- ἀπροσόρατος
- ᾰπροσόρᾱτος1 not to be looked upon
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
απροσόρατος — ἀπροσόρατος, ον (Α) [προσορώ] αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός … Dictionary of Greek
ἀπροσόρατον — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem acc sg ἀπροσόρατος not to be looked on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσόρατοι — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)